- φαίδει
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὔψει».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα επίθ, φαίδιμος, φαιδρός, η αναγωγή του, όμως, σε έναν τ. σιγμόληκτου ουδ. *φαῖδος παραμένει ανεπιβεβαίωτη (βλ. λ. φαιδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek